ragulé
Look at other dictionaries:
ragulé — rag·u·lé … English syllables
ράγουλο — και ράουλο, το, Ν τεχνολ. ονομασία μικρού τροχού, ο οποίος περιστρέφεται μέσα σε τροχαλιοθήκη και, ιδίως, μικρός τροχός από ξύλο ή ορείχαλκο με περιφερειακή αυλάκωση για την υποδοχή ελκόμενου σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raguly / ragule, πιθ.… … Dictionary of Greek
răgulă — răgúlă, răgúle, s.f. (înv.) neam, seminţie. Trimis de blaurb, 10.11.2006. Sursa: DAR … Dicționar Român